γκίνια, η, ουσ. [<γαλλ. guigne]. 1. η κακή τύχη, κακοτυχία, ιδίως στα χαρτιά ή σε άλλο  τυχερό παιχνίδι: «αυτή η γκίνια τον τελευταίο καιρό θα με στείλει στη φυλακή!». 2. η γρουσουζιά, η αναποδιά: «με τέτοια γκίνια πώς θέλεις να προκόψω στη ζωή!». (Λαϊκό τραγούδι: δε μ’ έφταναν τα βάσανα και της ζωής η γκίνια· μα τώρα πια απόχτησα και τη δική σου γκρίνια
- έσπασε η γκίνια ή έσπασε η γκίνια μου, α. ύστερα από περίοδο ατυχίας μου χαμογελάει η τύχη και αρχίζω να κερδίζω στα χαρτιά ή σε άλλο τυχερό παιχνίδι: «επιτέλους, έσπασε η γκίνια και θα ξανακερδίσω, τουλάχιστο τα χαμένα». β. ύστερα από περίοδο γρουσουζιάς, αναποδιάς, αρχίζουν να μου έρχονται τα πράγματα στη ζωή μου  ευνοϊκά: « απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο, έσπασε η γκίνια μου κι όλα μου ’ρχονται δεξιά»·
- έχω γκίνια, α. είμαι άτυχος, ιδίως στα χαρτιά ή σε άλλο τυχερό παιχνίδι: «εγώ σταματώ να παίζω, γιατί σήμερα έχω μεγάλη γκίνια». (Τραγούδι: τα λεφτά τα λεφτά τα εκατομμύρια, τα λεφτά τα λεφτά τα μπικικίνια, τα χοντρά, τα ψιλά, τριάντα αργύρια, στο καζίνο την πατάς εφόσον έχεις γκίνια). β. (γενικά) είμαι άτυχος, κακότυχος, γρουσούζης στη ζωή: «πώς να προκόψω στη ζωή με τέτοια γκίνια που έχω!». Στον τύπο έχω μια γκίνια! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι γκίνια(!)·
- με δέρνει η γκίνια, υποφέρω από τη συνεχιζόμενη ατυχία μου: «με δέρνει τέτοια γκίνια, που μ’ έρχεται να τρελαθώ». Στον τύπο με δέρνει μια γκίνια! επιτείνουμε την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι γκίνια(!)·
- οι γκίνιες της ζωής, (γενικά) οι ατυχίες, οι γρουσουζιές, οι αναποδιές της ζωής: «τον γονάτισαν οι γκίνιες της ζωής»·
- σπάω την γκίνια ή σπάω την γκίνια μου, βρίσκω τρόπο να σταματήσω την ατυχία μου: «επιτέλους, πήρα μια καλή δουλειά κι έσπασα την γκίνια, που με κυνηγούσε τόσο καιρό».